δένδρο

δένδρο
δέντρο κ. δένδρο το
дерево;
ΦΡ.
χριστουγεννιάτικο δέντρο — рождественская ель
δέντρο της γνώσεως — древо познания добра и зла (Быт. 2, 9) – древо посреди Рая, плоды с которого было запрещено вкушать первому человеку. В результате преступления этой заповеди Адам и Ева были изгнаны из Рая

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δένδρο" в других словарях:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • καμφορόδενδρο — το κοινή ονομασία τών δένδρων από το ξύλο τών οποίων εξάγεται με απόσταξη η καμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμφορά + δενδρο (< δένδρο), πρβλ. αρτό δενδρο, μαστιχό δενδρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camphrier] …   Dictionary of Greek

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • συνδενδρούμαι — όομαι, Α γίνομαι δένδρο μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρῶ «μεταβάλλω σε δένδρο, γίνομαι δένδρο» (< δένδρον)] …   Dictionary of Greek

  • δενδροειδής — ές (AM δενδροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με δένδρο, ο όμοιος με δένδρο νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ομάδα ζώων που βρέθηκαν μόνο σε απολιθώματα …   Dictionary of Greek

  • δενδροφυής — ( ούς), ές (Α) αυτός που μεγαλώνει σαν δένδρο, που μοιάζει με δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φυής < φυή ή φύος < φύομαι] …   Dictionary of Greek

  • δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»